- ναυλωτικός
- -ή, -ό(Α ναυλωτικός, -ή, -όν) [ναυλώ]αυτός που έχει σχέση με τη ναύλωση πλοίου ή αυτός που προορίζεται για ναύλωσηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ναυλωτικότο ναυλοσύμφωνοαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ναυλωτική(ενν. συγγραφή) η ναύλωση.
Dictionary of Greek. 2013.